αλαμπαδηφόρητος

αλαμπαδηφόρητος
-η, -ο [λαμπαδηφορώ]
αυτός που τελείται ή γιορτάζεται χωρίς λαμπαδηφορία, χωρίς αναμμένες λαμπάδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλαμπαδηφόρητος — η, ο αυτός που γιορτάζεται χωρίς λαμπαδηφορία: Εκείνη τη χρονιά η εθνική γιορτή γιορτάστηκε αλαμπαδηφόρητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”